- προσκόσμημα
- προσκόσμημαadditional ornamentneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσκόσμημα — ήματος, τὸ, Α [προσκοσμῶ] πρόσθετο κόσμημα, στόλισμα («προσκόσμημα τῆς Ἀρτέμιδος», επιγρ.) … Dictionary of Greek
προσκοσμημάτων — προσκόσμημα additional ornament neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκοσμήμασι — προσκόσμημα additional ornament neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)